- ἀμφισβητουμένην
- ἀμφισβητέωgo asunderpres part mp fem acc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδικάζω — Α 1. απονέμω κάτι σε κάποιον ως δικαστής, δίνω ως δικαστής σε κάποιον κάτι που τού ανήκει («ἀμφισβητουμενην χώραν... ἑαυτῷ προσδικάσει», Διον. Αλ.) 2. μέσ. προσδικάζομαι εγείρω μια επί πλέον απαίτηση με δίκη … Dictionary of Greek